χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο 1. η ψυχρότερη εποχή του έτους που έρχεται μετά το φθινόπωρο. 2. ψυχρός καιρός, βαρυχειμωνιά: Είχε πολύ χειμώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμῶνας — χειμών winter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμώνας, Νικόλαος — (Ευπατορία, Κριμαίας 1866 – Σκύρος 1929). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1890 94). Το 1902 τέλεσε τους γάμους του με τη Ρωσίδα πριγκίπισσα Όλγα Αλεξέγιεβνα Ντόμπροβ, που τον ακολούθησε στην Ελλάδα το 1920. Ο X.,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
χείμα — είματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. χειμώνας 2. χειμερινός καιρός, κρύο, παγωνιά 3. θύελλα, καταιγίδα 4. (η αιτ. ως επίρρ.) χεῑμα χρον. κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας] … Dictionary of Greek
χειμερίζω — Α 1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. χειμώνας)] … Dictionary of Greek
χειμωνιά — η, Ν 1. χειμώνας 2. κακοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. ιά (πρβλ. καλοκαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
χειμωνιάζω — Ν [χειμώνας] 1. (για καιρό) χαλώ, χειροτερεύω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμωνιάζει αρχίζει ο χειμώνας 3. μτφ. κατσουφιάζω, αγριεύω … Dictionary of Greek